luk

Κροατικά (hr)

Ουσιαστικό

luk (hr) αρσενικό

  1. το κρεμμύδι
  2. το τόξο



Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

luk (pl) αρσενικό

  1. η μπουκαπόρτα



Σλοβακικά (sk)

Ουσιαστικό

luk (sk) αρσενικό

  1. το τόξο



Τσεχικά (cs)

Ουσιαστικό

luk (cs) αρσενικό

  1. το τόξο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.