lower layer
Αγγλικά (en)
Πολυλεκτικός όρος
lower layer (en)
- (δίκτυο υπολογιστών) το χαμηλότερο στρώμα[1], χαμηλότερο επίπεδο, ένα από τα τρία χαμηλότερα επίπεδα του μοντέλου OSI (OSI model)
Συνώνυμα
- low-level layer
- lower-level
Υπερώνυμα
Αναφορές
- «χαμηλότερο στρώμα» από αναζήτηση «lower layer» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.