lick
Αγγλικά (en)
Ρήμα
lick
(en)
γλείφω
Ουσιαστικό
lick
(en)
γλείψιμο
,
γλειψιά
, τριβή/πέρασμα της γλώσσας πάνω σε κάτι ([εφ]απτικά· όχι πάνω από κάτι)
(
μουσική
)
τυποποιημένη τεχνική και μικροφράση σόλο/σολαρίσματος·
μικρό φθογγοσειραϊκό συστατικό ενός σόλο το οποίο συνήθως αποτελεί τυποποιημένη μικροφράση και τεχνική
...
...
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.