kleine
Γερμανικά (de)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
kleine (de)
- (κλίση χωρίς άρθρο)
- ονομαστική και αιτιατική ενικού, θηλυκού γένους του klein
- ονομαστική και αιτιατική πληθυντικού, αρσενικού, θηλυκού ή ουδέτερου γένους του klein
- (με οριστικό άρθρο)
- ονομαστική ενικού, αρσενικού γένους του klein
- ονομαστική και αιτιατική ενικού, θηλυκού ή ουδέτερου γένους του klein
- (με αόριστο άρθρο) ονομαστική και αιτιατική ενικού, θηλυκού γένους του klein
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.