kerb
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
- (ΗΒ) η κρασπεδοστοιχία, το πλήρες κράσπεδο· το διαχωριστικό μεταξύ πεζοδρομίου και οδοστρώματος
Σημειώσεις
kerbstone: το κράσπεδο, ο κρασπεδόλιθος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.