jól
Ισλανδικά
(is)
Ετυμολογία
jól
<
παλαιά νορβηγική
jól
Προφορά
ΔΦΑ
: /
jouːl
/
Ουσιαστικό
jól
(is)
ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
τα
Χριστούγεννα
Φεροϊκά
(fo)
Ετυμολογία
jól
<
παλαιά νορβηγική
jól
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈjɔuːl
/
Ουσιαστικό
jól
(fo)
ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
τα
Χριστούγεννα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.