in fact

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

in fact <  δείτε τις λέξεις in και fact

Έκφραση

in fact (en) (ιδιωματισμός)

  1. μάλιστα, χρησιμοποιείται για να δώσει επιπλέον λεπτομέρειες για κάτι που μόλις αναφέρθηκε
    He’s involved in politics and, in fact, one time he was elected a member of parliament.
    Ανακατεύεται με την πολιτική (και) μάλιστα κάποτε βγήκε και βουλευτής.
  2. στην πραγματικότητα, στην πράξη, όντως, χρησιμοποιείται για να τονίσει μια δήλωση, ειδικά μια δήλωση που είναι το αντίθετο από αυτό που μόλις αναφέρθηκε
    In fact, the events played out completely differently.
    Στην πραγματικότητα τα γεγονότα εξελίχθηκαν τελείως διαφορετικά.
    In fact he is very pleased.
    Στην πραγματικότητα είναι πολύ ευχαριστημένος.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.