hockey

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

hockey (en)

  1. (αθλητισμός, ΗΠΑ) το χόκεϊ, συνήθως αναφέρεται στο χόκεϊ επί πάγου
     συνώνυμα: ice hockey
  2. (αθλητισμός, (ΗΒ)) το χόκεϊ, συνήθως αναφέρεται στο χόκεϊ επί χόρτου
     συνώνυμα: field hockey

  • hockey στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

hockey (fr) αρσενικό

  1. το χόκεϊ

Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

hockey (it) αρσενικό

  1. το χόκεϊ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.