χόκεϊ
Νέα ελληνικά (el)
.jpg.webp)
Αγώνας χόκεϊ επί χόρτου γυναικών, στο Λούισβιλ των ΗΠΑ
Ετυμολογία
- χόκεϊ < (λόγιο δάνειο) αγγλική hockey [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxo.cei̯/
Ουσιαστικό
χόκεϊ ουδέτερο άκλιτο
- χόκεϋ (παλιός αντιγραμματισμός με την αγγλική λέξη)
Συνώνυμα
- (νεολογισμός, λόγιο) ραβδοσφαίριση
Πολυλεκτικοί όροι
- χόκεϊ επί πάγου
- χόκεϊ επί χόρτου
- χόκεϊ με πατίνια (ρόλερ χόκεϊ)
-
χόκεϊ στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- χόκεϊ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.