growing pains

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

 δείτε τις λέξεις growing και pain

Ουσιαστικό

growing pains (en) μόνο στον πληθυντικό

  1. πόνοι ανάπτυξης (συνήθως για περίοδο ταχείας ανάπτυξης πχ για παιδιά από 3 έως 12 ετών)
  2. (μεταφορικά) για παρενέργειες ταχείας (οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής, πολιτισμικής κτλ) ανάπτυξης ή βελτιωτικής μεταβολής

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.