grouillot
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| grouillot | grouillots |
Ουσιαστικό
grouillot (fr) αρσενικό
- άνθρωπος για όλες τις δουλειές
- στο χρηματιστήριο, αυτός που τρέχει για να μεταφέρει τις εντολές αγοράς ή πώλησης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.