gradient
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
gradient
(en)
κλίση
(
μαθηματικά
)
το
ανάδελτα
μίας συνάρτησης πολλών μεταβλητών
δυναμική διαφορά πεδίου
δυναμική διαβάθμιση μεταβλητής
βαθμιαία μεταβολή σε χρώμα
Επίθετο
gradient
(en)
διαβαθμισμένος
(
βιολογία
)
βαδιστικός
gradient
στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.