geologia

Εσπεράντο (eo)

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική geologiageologiaj
αιτιατική geologiangeologiajn

Ετυμολογία

geologia < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

geologia (eo)



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

geologia < geo- + -logia

Ουσιαστικό

geologia (it) θηλυκό

Συγγενικά

  • Κατηγορία:Γεωλογία (ιταλικά)

Πηγές



Πολωνικά (pl)

Ετυμολογία

geologia < Μορφολογικά αναλύεται σε geo- + -logia

Προφορά

 

Ουσιαστικό

geologia (pl) θηλυκό

Συγγενικά

  • Κατηγορία:Γεωλογία (πολωνικά)



Πορτογαλικά (pt)

Ετυμολογία

geologia < Μορφολογικά αναλύεται σε geo- + -logia

Ουσιαστικό

geologia (pt) θηλυκό

Συγγενικά

  • geológico
  • geólogo

  • Κατηγορία:Γεωλογία (πορτογαλικά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.