galvanize
Αγγλικά (en)
Ρήμα
- ενεργοποιούμαι προς δράση, είμαι δυνητικά [Aristotle's potentiality- Αριστοτελική δυνητικότητα] έτοιμος για δράση
- (μεταφορικά) επικασσιτερώνω
Σημειώσεις
Η μεταφορική χρήση είναι συχνότερη της κυριολεκτικής, αφορά την "Αριστοτελική δυνητικότητα δράσης" ή την "χρωμοδυναμική δυνητικότητα εμφάνισης σωματιδίου". Ο όρος είναι κοινός στα αγγλικά, κι ας έχει φιλοσοφική ερμηνεία.
- Word Reference - galvanize
- Google definitions - galvanize (επέλεξε απ' το γρανάζι πάνω δεξιά ως γλώσσα τ' αγγλικά)
-
Galvanization στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.