flight plan
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| flight plan | flight plans |
flight plan (en)
- (αεροπορικός όρος) το σχέδιο πτήσης
-
flight plan στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές
- ΟΜΕΟΔΕΚ (2015). Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ). Αθήνα: Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.