firebreak
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
- (κυρίως για δάση) η αντιπυρική ζώνη, η ζώνη πυροπροστασίας
- (κυρίως για πόλεις - αρχικά στο Έντο) αντιπυρική πλατεία, αντιπυρική οδός, αντιπυρικό πολεοδομικό τετράγωνο
- (χωρίς φυτά ούτε άλλα εύφλεκτα υλικά)
- (κυρίως για κτήρια) το υλικό πυροπροστασίας, το πυροπροστατευτικό υλικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.