farfalla

Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

farfalla (it), πληθυντικός: farfalle

  1. (έντομο) η πεταλούδα
  2. το παπιγιόν
  3. (γαστρονομία) (στον πληθυντικό) τύπος μακαρονιών σε σχήμα που μοιάζει με πεταλούδα ή παπιγιόν ( δείτε τη λέξη φαρφάλες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.