fama
Εσπεράντο (eo)
| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | fama | famaj |
| αιτιατική | faman | famajn |
Ετυμολογία
- fama < fam- + -a
Λατινικά (la)
- → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- fama - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.