fagoto
Εσπεράντο (eo)
Ετυμολογία
- fagoto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | fagoto | fagotoj |
| αιτιατική | fagoton | fagotojn |
fagoto (eo)
- (μουσικό όργανο) το φαγκότο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.