erkeklik

Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

erkeklik < erkek + -lik

Προφορά

ΔΦΑ : /eɾ.cɛcˈlic/

Ουσιαστικό

erkeklik (tr)

  1. ο ανδρισμός, η βασική ιδιότητα του άνδρα όπως αυτός νοείται ως οντότητα ανατομικά, ορμονικά και ψυχικά, συμπεριφερικά
  2. η αρρενωπότητα

Κλίση

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.