energia

Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

energia (it)

  1. ενέργεια
  2. ενεργητικότητα



Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

energia (pl) θηλυκό

  1. η ενέργεια, η ενεργητικότητα
  2. (φυσική) η ενέργεια

Συγγενικά

  • energicznie
  • energiczny



Φινλανδικά (fi)

Ουσιαστικό

energia (fi)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.