dryer

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία 1

dryer < dry + -er για ουσιαστικό

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
dryer dryers

dryer (en)

  • (συσκευή) αμερικανική γραφή του drier

Παράγωγα

Ετυμολογία 2

dryer < dry + -er συγκριτικό

Επίθετο

dryer (en)

  • συγκριτικός βαθμός του dry, λιγότερο συχνός τύπος του drier (αμερικανικός & βρετανικός)

Πηγές

για τη βρετανική & αμερικανική γραφή:

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.