drużyna

Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

drużyna (pl) αρσενικό

  1. (αθλητισμός) η ομάδα, το σύνολο των αθλητών που θα παίξουν σε έναν αγώνα
  2. (στρατιωτικός όρος) η διμοιρία, το απόσπασμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.