dredger

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

dredger (en)

  1. πασπαλιστήρι, πασπαλιστής, δοχείο πασπαλίζματος, δοχείο πασπαλίσματος, δοχείο πασπαλίζματος με διάτρητο καπάκι, δοχείο πασπαλίσματος με διάτρητο καπάκι
  2. βυθοκόρος, δραγάνα, ντράγκα, δράγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.