dredger

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
dredger (en)
- πασπαλιστήρι, πασπαλιστής, δοχείο πασπαλίζματος, δοχείο πασπαλίσματος, δοχείο πασπαλίζματος με διάτρητο καπάκι, δοχείο πασπαλίσματος με διάτρητο καπάκι
- βυθοκόρος, δραγάνα, ντράγκα, δράγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.