dottore

Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

dottore (it) αρσενικό (πληθυντικός: dottori, θηλυκό: dottoressa)

  1. ο γιατρός
  2. ο απόφοιτος σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
  3. ο διδάκτορας

Σημειώσεις

  • Στην Ιταλία χρησιμοποιείται και ως τίτλος, όχι μόνο από όσους κατέχουν διδακτορικό δίπλωμα, όπως συνηθίζεται στις υπόλοιπες χώρες, αλλά και από όλους τους πτυχιούχους των πανεπιστημιακών σχολών.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.