divisible

Αγγλικά (en)

Επίθετο

divisible (en)

  1. διαιρετός, διαιρέσιμος



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
divisible divisibles

Επίθετο

divisible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (μαθηματικά) διαιρετός
  2. διαιρέσιμος

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη diviser



Ισπανικά (es)

Επίθετο

divisible (es) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (μαθηματικά) διαιρετός, διαιρετέος
  2. διαιρέσιμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.