dialogue

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

dialogue (en)

  1. ο διάλογος (η συζήτηση)
  2. ο διάλογος σε ένα θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο
  3. ο διάλογος, λογοτεχνικό είδος



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
dialogue dialogues

dialogue (fr) αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.