desiccant

Αγγλικά (en)

Προφορά

/ˈdɛsɪk(ə)nt/

Ετυμολογία en

δεκαετία του 1670: desiccant «υγροσκοπικό, ξηραντικό, αφυγραντικό» < λατινικά: desiccantem (ονομαστική πτώση: desiccans), μετοχή ενεστώτα: desiccare «καθιστώ υπέρξηρο» < de- «εντελώς, απόλυτα» + siccare «ξηραίνω, αφυγραίνω, υγροσκοπώ» (βλέπε: siccative)

Κλίση

      ενικός         πληθυντικός  
desiccant desiccants

Ουσιαστικό

desiccant (en)

  • υγροσκοπικό, ξηραντικό, αφυγραντικό, αφυγραντική ουσία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.