dependence

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

dependence (en)

  1. εξάρτηση (η κατάσταση κατά την οποία είσαι εξαρτημένος από κάποιον ή κάτι για την ικανοποίηση των αναγκών σου)
  2. εξάρτηση από μια ουσία
    βλέπε και addiction

Αντώνυμα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.