cordless

Αγγλικά (en)

Επίθετο

cordless (en)

  • χωρίς καλώδιο· λέγεται πχ για συσκευές που λειτουργούν με μπαταρίες και δε χρειάζεται να συνδεθούν με το ηλεκτρικό δίκτυο ή για συσκευές που επικοινωνούν ασύρματα με τη βάση τους
cordless keyboard - ασύρματο πληκτρολόγιο
cordless telephone - ασύρματο τηλέφωνο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.