convertible

Αγγλικά (en)

Επίθετο

convertible (en)

  1. μετατρέψιμος, που έχει τη δυνατότητα να μετατρέπεται για να εξυπηρετεί πολλαπλές ανάγκες
  2. (για αυτοκίνητα) με πτυσσόμενη οροφή



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
convertible convertibles

Επίθετο

convertible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μετατρέψιμος

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.