color gamut
Αγγλικά (en)
Πολυλεκτικός όρος
color gamut (en)
- (πληροφορική, τυπογραφία), (γραφικά υπολογιστή), (οπτικοακουστική) η κλίμακα χρωμάτων [1], το φάσμα χρωμάτων, η γκάμα χρωμάτων, το χρωματικό εύρος
- gamut of colours [1]
Υπώνυμα
- greyscale
-
color gamut στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- «gamut of colours» από αναζήτηση «κλίμακα χρωμάτων» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.