clarinetto

Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

clarinetto < υποκοριστικό του ιταλικού clarino (είδος τρομπέτας). Συνδέθηκε με την τρομπέτα εξ αιτίας του οξέος ήχου των πρώτων κλαρινέτων.
  • Κατ' άλλη θεωρία ετυμολογείται από το γαλλικό clarinette, υποκοριστικό του clarine (καμπανάκι) < clarin < clair (καθαρός, διαυγής).[1]
  • Ή < οξιτανικό clarin (που σήμαινε όμποε).[2]

Ουσιαστικό

clarinetto (it) αρσενικό (πληθυντικός: clarinetti)

Αναφορές

  1. clarinet, ετυμολογία στο αγγλόφωνο Βικιλεξικό. ανεύρ:2018.07.11.
  2. clarinet, ετυμολογία στην αγγλόφωνη Βικιπαίδεια. ανεύρ:2018.07.11.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.