checker
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
checker
(en)
o
ταμίας
σε ένα εμπορικό, αυτός που ελέγχει τις αγορές των πελατών και παίρνει από αυτούς το αντίτιμο της αγοράς
το
πούλι
στο παιχνίδι της
ντάμας
checkers
draughts
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.