broyat
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| broyat | broyats |
Ουσιαστικό
broyat (fr) αρσενικό
- το σύνολο των κομματιών που δημιουργούνται από τον κατακερματισμό, τη συντριβή ενός αντικειμένου ή υλικού
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη broyer
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.