briefer
Αγγλικά
(en)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
briefer
(en)
συγκριτικός
βαθμός
του
brief
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
?
/
Ρήμα
briefer
(fr)
πληροφορώ
γρήγορα
πριν την λήψη μιας απόφασης ή πριν
δράσω
κάνοντας απολογισμό
Συγγενικά
briefing
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.