breadboard
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| breadboard | breadboards |

2. breadboard
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈbɹɛdbɔːd/ & /ˈbrɛdbɔːd/
Ουσιαστικό
breadboard (en)
- ψωμοσανίδα, το ξύλο κοπής ψωμιού, αρτοσανίδα, σανίδα κοπής άρτου
- (δεν επιτρέπεται να κόβεται τυρί και κυρίως κρέας εκεί, βλ. Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων)
- ≈ συνώνυμα: cutting board
- (ηλεκτρονική) πλακέτα διασύνδεσης χωρίς κολλήσεις, ράστερ, πλακέτα δοκιμών, πλακέτα γενικών συνδέσεων
- ≈ συνώνυμα: plugboard, terminal array board, solderless breadboard
-
Πλακέτα διασύνδεσης χωρίς κολλήσεις στη Βικιπαίδεια

-
breadboard στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.