boarding house
Αγγλικά (en)
Πολυλεκτικός όρος
boarding house (en)
- ιδιωτική οικία της οποίας κάποια δωμάτια προσφέρονται για ενοικίαση, οικοτροφείο ή πανσιόν
- το κτήριο στο οποίο μένουν οι οικότροφοι μαθητές ενός σχολείου που είναι και οικοτροφείο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.