boarding house

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

 δείτε τις λέξεις boarding και house

Πολυλεκτικός όρος

boarding house (en)

  1. ιδιωτική οικία της οποίας κάποια δωμάτια προσφέρονται για ενοικίαση, οικοτροφείο ή πανσιόν
  2. το κτήριο στο οποίο μένουν οι οικότροφοι μαθητές ενός σχολείου που είναι και οικοτροφείο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.