binary

Αγγλικά (en)

Επίθετο

binary (en)

  1. δυαδικός
  2. (πληροφορική) δυαδικό (αρχείο ή δεδομένα)
     αντώνυμα: plain text, text-based file, text file
    δείτε επίσης: Binary file στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πολυλεκτικοί όροι

Μαθηματικά, πληροφορική:

  • binary στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.