bimble
Αγγλικά (en)
Προφορά
/ˈbɪmb(ə)l/
Ετυμολογία en
δεκαετία του1980: bimble < bumble
Ρήμα
bimble (en)
- βολτάρω με αργό βηματισμό, περπατώ αργά, χαλαρά (πχ. κάνω χαλαρή βόλτα)
- bimble around
Ουσιαστικό
bimble (en)
- χαλαρή βόλτα, ήπιο σε ρυθμό ταξίδι και "χωρίς πολλά τρεξίματα", βολτούλα, περίπατος (όχι αθλητικός, αργού βηματισμού)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.