balmy

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

balmy < balm + -y γύρω στο 1500: «διακριτικά αρωματικός, λεπτεπίλεπτα εύοσμος»
  • (μεταφορική σημασία 'ήπιος' ) γύρω στο 1600
  • (επιθετικός προσδιορισμός 'ήπιος' για το κλίμα) πρωτομαρυρείται το 1704
  • (σημασία 'παλαβός'): λονδρέζικη αργκό του 1851

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈbɑː.mi/

Επίθετο

balmy (en)

  1. ήπιος, ευχάριστος (συνήθως για ήπιο καιρό, κλίμα, θερμοκρασία, ευχάριστο καιρό αλλά και για άλλη θεματολογία)
  2. αρωματικός, ευωδιαστός
  3. παλαβός, τρελός, τρελαμένος, ανόητος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.