balmy
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈbɑː.mi/
Επίθετο
balmy (en)
- ήπιος, ευχάριστος (συνήθως για ήπιο καιρό, κλίμα, θερμοκρασία, ευχάριστο καιρό αλλά και για άλλη θεματολογία)
- αρωματικός, ευωδιαστός
- παλαβός, τρελός, τρελαμένος, ανόητος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.