avionique

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

avionique (fr) θηλυκό

  1. το σύνολο των ηλεκτρονικών συσκευών ενός αεροσκάφους
  2. η τεχνολογία που μελετά τις εφαρμογές της ηλεκτρονικής και της πληροφορικής στην αεροπορία

Συγγενικά

avion, avionneur

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.