augmented reality
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
augmented reality (en)
- (τεχνολογία, νεολογισμός) επιπραγματικότητα, επαυξημένη πραγματικότητα
- συνήθως για γυαλιά ή οθόνη που προσθέτουν γραφικά πάνω στην εικόνα λήψης ή την φυσική εικόνα του περιβάλλοντος
- virtual reality (en) (VR, εικονική πραγματικότητα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.