επαυξημένη πραγματικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επαυξημένη πραγματικότητα | οι | επαυξημένες πραγματικότητες |
| γενική | της | επαυξημένης πραγματικότητας | των | επαυξημένων πραγματικοτήτων |
| αιτιατική | την | επαυξημένη πραγματικότητα | τις | επαυξημένες πραγματικότητες |
| κλητική | επαυξημένη πραγματικότητα | επαυξημένες πραγματικότητες | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επαυξημένη πραγματικότητα < → δείτε τις λέξεις επαυξημένη και πραγματικότητα, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική augmented reality
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.paf.ksiˈme.ni pɾaɣ.ma.tiˈko.ti.ta/
Πολυλεκτικός όρος
επαυξημένη πραγματικότητα θηλυκό
- (νεολογισμός, τεχνολογία) η επιπραγματικότητα
- ※ Η εταιρεία έχει δημιουργήσει μια μεγάλη ομάδα ειδικών πάνω στην τεχνητή και επαυξημένη πραγματικότητα (ή επιπραγματικότητα), οι οποίοι μυστικά δημιουργούν σχετικές πρωτότυπες συσκευές, που θα χρησιμοποιούν οι χρήστες για να «εμπλουτίζουν» αυτά που βλέπουν γύρω τους. (*)
Μεταφράσεις
επαυξημένη πραγματικότητα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.