atto-
Διεθνείς όροι
Ετυμολογία
- atto- < νορβηγικό atten (no) (= δεκαοχτώ) < αρχαίο νορβηγικό āttjān
Πρόθημα
atto-
- δηλώνει υποπολλαπλάσιο της τάξης του 10-18 ή 1000-6 ή 0,000000000000000001 ή 1/1000000000000000000 (ένα πεντάκις εκατομμυριοστό). Σύμβολο a.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.