artifact

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

artifact (en) και artefact

  1. αντικείμενο κατασκευασμένο από τον άνθρωπο, προϊόν του τεχνικού πολιτισμού του
  2. ψευδοπληροφορία, ψευτοδεδομένο, ψευτοδεδομένο λανθασμένης μεθόδου ή θορυβικής διαδικασίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.