arteria
Αλβανικά
(sq)
Ουσιαστικό
arteria
(sq)
αρτηρία
Βασκικά
(eu)
Ουσιαστικό
arteria
(eu)
αρτηρία
Ισπανικά
(es)
Ουσιαστικό
arteria
(es)
αρτηρία
Ιταλικά
(it)
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
arteria
arterie
arteria
(it)
η
αρτηρία
Λατινικά
(la)
Ουσιαστικό
arteria
(la)
αρτηρία
Παπιαμέντο
(pap)
Ουσιαστικό
arteria
αρτηρία
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.