aquifer

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
aquifer aquifers

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈækwɪfə/

Ουσιαστικό

aquifer (en)

  • (γεωλογία) υπόγειος υδροφορέας, υδροφορέας
    υπόγειο στρώμα από πορώδη ή υδροπερατά υλικά που συγκρατεί το υπόγειο νερό

  • phreatic zone, zone of saturation (υδροφόρος ορίζοντας, φρεατική ζώνη, ζώνη κορεσμού)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.