anticlérical

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

  • cléricalisme < anti- + clérical
  • Η λέξη μαρτυρείται από το 1866.

Ουσιαστικό

anticlérical (fr) αρσενικό

  • αντικληρικαλιστής, αυτός που εναντιώνεται στην επιρροή και την ανάμιξη του κλήρου στην πολιτική ζωή.

Επίθετο

anticlérical (fr)

Συγγενικά

Αντώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.