animation

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

animation < animate + -ion (animate: δίνω ζωή)

Ουσιαστικό

animation (en) (πληθυντικός animations)

Συγγενικά

  • animator

Αναφορές

  1. 111.2.1 Είδος και μορφή δομικών στοιχείων πολυμέσων, από Εφαρμογές Πληροφορικής Υπολογιστών (Α, Β, Γ Γενικού Λυκείου - Γενικής Παιδείας) - Βιβλίο Μαθητή. Προσπέλαση 2020-07-09.
  2. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8: ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ. Προσπέλαση 2020-07-09.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.