animation
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- animation < animate + -ion (animate: δίνω ζωή)
Ουσιαστικό
animation (en) (πληθυντικός animations)
- (πληροφορική, γραφικά υπολογιστή) συνθετική κίνηση,[1][2] τα ψηφιακά κινούμενα σχέδια
Συγγενικά
- animator
- πρόταση μετάφρασης "κινησιομοίωση" για την λέξη "animation" από ΕΛΕΤΟ
-
animation στη Βικιπαίδεια

-
animation στην αγγλική Βικιπαίδεια

- Animations, εικόνες στα Wikimedia Commons
Αναφορές
- 111.2.1 Είδος και μορφή δομικών στοιχείων πολυμέσων, από Εφαρμογές Πληροφορικής Υπολογιστών (Α, Β, Γ Γενικού Λυκείου - Γενικής Παιδείας) - Βιβλίο Μαθητή. Προσπέλαση 2020-07-09.
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8: ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ. Προσπέλαση 2020-07-09.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.